υποδομά

υποδομά
ἁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. υποδομή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποδομή — η / ὑποδομή, ΝΑ, και δωρ. τ. ὑποδομά, ἁ, Α νεοελλ. 1. τμήμα δομικού έργου κάτω από την επιφάνεια τού εδάφους·2. δομική κατασκευή που χρησιμεύει ως βάση άλλης τεχνικής κατασκευής·3. κεφάλαιο τού τεχνικού τομέα, που ασχολείται με την κατασκευή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”